- τσελίκι
- τό1) сталь;
γερός σαν τσελίκι — крепкий как сталь;
2) «чижик» (заострённая короткая палочка в игре в «чижики»)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γερός σαν τσελίκι — крепкий как сталь;
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τσελίκι — τσελίκι, το και τσιλίκι, το (λ. τουρκ.) 1. χάλυβας, ατσάλι. 2. μτφ., άνθρωπος ρωμαλέος, υγιέστατος: Είναι γέρος, αλλά τσελίκι. 3. μικρό ξύλο με το οποίο παίζεται το ομώνυμο παιχνίδι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τσελίκι — (I) και ξυλίκι, το, και τσίλικα, η, Ν παιδικό παιχνίδι που παίζεται με μια μικρή ράβδο με την οποία πρέπει το παιδί να χτυπήσει και να σηκώσει ψηλά ένα μικρό επίμηκες πελεκητό ξύλο τοποθετημένο σε κοίλωμα τού εδάφους ή σε πέτρα έτσι ώστε να… … Dictionary of Greek
τσαμάκα — και τσουμάκα, η, Ν τσελίκι … Dictionary of Greek
τσελικώνω — Ν [τσελίκι] 1. χαλυβδώνω, ατσαλώνω 2. μτφ. ενδυναμώνω, ενισχύω … Dictionary of Greek
τσιλίκι — το, Ν βλ. τσελίκι … Dictionary of Greek
τσυλίκι — το, Ν βλ. τσελίκι … Dictionary of Greek
cilic — cilíc (cilícuri), s.n. – 1. Oţel. – 2. (pl.) Bile ornamentale de oţel. – var. celic. Mr. ciliche. tc. çelik (Roesler 608; Cihac, 565; Meyer 442; Berneker 139; Lokotsch 408); cf. ngr. τσελίϰι, alb. tšel’ik, bg., sb. čelik … Dicționar Român
τσιλίκι — το βλ. τσελίκι, το … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)